15/01/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ωραιοποίηση, στρουθοκαμηλισμός και αναβλητικότητα
Άρθρο του Τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Γιώργου Κατρούγκαλου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Δεν αδικώ τη ΝΔ, όταν αποδίδω στην εξωτερική πολιτική της περιόδου τα χαρακτηριστικά του τίτλου. Προφανώς και υπήρξαν και θετικές στιγμές της διακυβέρνησης της, τις οποίες άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστήριξε, όπως η συμφωνία για την ΑΟΖ με την Ιταλία. Μετά όμως μια περίοδο αμφιταλάντευσης, ως προς τη στρατηγική της, οι επιλογές της είναι πλέον σταθερές. Προκρίνει -όπως και σε άλλα κρίσιμα θέματα, όπως αυτό της πανδημίας- την επικοινωνία έναντι της ουσίας, μη λέγοντας την αλήθεια, ωραιοποιώντας και παραποιώντας την πραγματικότητα. Στο πλαίσιο αυτό είτε συσκοτίζονται οι τουρκικές απειλές (το OrucReis "το πήρε ο άνεμος"), είτε υποβαθμίζεται ο χαρακτήρας των σχετικών προκλήσεων (δεν παραβιάσθηκαν, τάχα, τα κυριαρχικά δικαιώματα μας γιατί ο θόρυβος των μηχανών δεν επέτρεπε στο τουρκικό σκάφος να πραγματοποιεί ποιοτικές έρευνες), είτε με τη μέθοδο της διολίσθησης και της αποσιώπησης εγκαταλείπονται, χωρίς αναθεώρηση, στρατηγικοί στόχοι για τους οποίους παλεύει χρόνια η ελληνική διπλωματία.
Αυτή είναι η περίπτωση του East Med. “O νέος αγωγός είναι τεχνικά υλοποιήσιμος και εμπορικά ανταγωνιστικότερος σε σχέση με άλλες επιλογές”, διαβεβαίωνε ο πρωθυπουργός δύο μόλις χρόνια νωρίτερα, στις 2/1/2020, κατά την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας. Και όμως, λίγους μήνες αργότερα, υπό την πίεση της κρίσης του OrucReis, συμφωνούσε με την Αίγυπτο νέα εναλλακτική όδευση για το ισραηλινό αέριο, χωρίς μάλιστα να είναι σαφές αν υπήρξε συνεννόηση με την Κύπρο. Τον Οκτώβριο του 2021, στον 4ο γύρο του ελληνοαμερικανικού στρατηγικού διαλόγου, η Ελλάδα συμφώνησε σε συμπεράσματα από τα οποία - αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε όλους τους προηγούμενους γύρους- απουσίαζε κάθε μνεία στον αγωγό. Δεν ήταν λοιπόν κεραυνός εν αιθρία το πρόσφατο αμερικανικό nonpaper, που ξεκαθαρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν πλέον τον αγωγό, όχι μόνον για οικονομικούς και οικολογικούς λόγους, αλλά και ως «πηγή έντασης στην περιοχή», αλλά και ότι δεν θα στηρίξουν σχετικές έρευνες του NauticalGeo. (Το ότι ο ΑΝΥΠΕΞ δήλωσε ότι η κυβέρνηση «αιφνιδιάσθηκε» από την εξέλιξη, είναι απλώς δείγμα των επικίνδυνων εσωτερικών κυβερνητικών αντιφάσεων.)
Ποια ήταν η (μη) εξήγηση του κυβερνητικού εκπροσώπου; «Η Κυβέρνηση δεν είναι αυτή που αποφασίζει ποια λύση είναι οικονομικά και τεχνικά εφικτή. Αυτό το αποφασίζει η αγορά.» Και όμως, το μόνο που άλλαξε από τον Ιανουάριο του 2020 και εντεύθεν δεν ήταν η στάση της αγοράς, αλλά η στάση των ΗΠΑ. Συνεπώς, η κυβέρνηση επέλεξε να στρουθοκαμηλίσει, αντί να χαράξει μια νέα εθνική στρατηγική, αξιοποιώντας την ευρωπαϊκή και ισραηλινή στήριξη, είτε στο τραπέζι μιας επικείμενης Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, είτε στο πλαίσιο του Φόρουμ Φυσικού Αερίου του Καΐρου, στο οποίο ήδη πιέζουν οι ΗΠΑ να συμμετάσχει η Τουρκία.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν το γενικότερο αδιέξοδο της εγκατάλειψης από την Κυβέρνηση της ενεργητικής και πολυδιάστατης πολιτικής της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ως βάση της αναβάθμισης των σχέσεων με τις ΗΠΑ είχε θέσει την αμοιβαιότητα και τη σύγκλιση συμφερόντων. Το non paper δημοσιοποιήθηκε, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της πολιτικής «του προβλέψιμου και δεδομένου συμμάχου», είχε μόλις δώσει γη και ύδωρ στις ΗΠΑ: την επ’ αόριστον παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα, σε συνδυασμό με καινοφανή ρητορική που θέτει την πατρίδα μας στην πρώτη γραμμή της νατο-ρωσικής έντασης στη Μαύρη Θάλασσα.
Γενικότερα, τα δυόμιση χρόνια διακυβέρνησης της η ΝΔ αποδυνάμωσε αντί να ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, επιστρέφοντας στην παραδοσιακή αντίληψη της ελληνικής δεξιάς για τη χώρα ως «προκεχωρημένου δυτικού φυλακίου». Για μικροκομματικούς λόγους και για να μην ενοχλήσει την εθνικιστική της πτέρυγα, δεν αξιοποιεί την Συμφωνία των Πρεσπών για να προωθήσει μια στρατηγική σχέση στα βόρεια σύνορά μας. Αποφεύγει να πιέσει τη Βόρεια Μακεδονία ακόμη και σε κρίσιμα για τα εθνικά συμφέροντα ζητήματα, όπως η εξάλειψη του αλυτρωτισμού από τα σχολικά βιβλία ή τα εμπορικά σήματα, ενώ δεν αναλαμβάνει καμία πρωτοβουλία στην Αλβανία, όπου η Τουρκική παρουσία ενισχύεται.
Αντί να αποτελέσει κεντρικό παράγοντα αναβάθμισης της ευρωπαϊκής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, επιλέγει μια θολή "νέα γεωγραφία εξωτερικής πολιτικής", που εμπλέκει την Ελλάδα στρατιωτικά σε συγκρούσεις για τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες τρίτων, πέρα από την περιοχή μας και εκτός αποφάσεων διεθνών οργανισμών (Σαχέλ, Σαουδική Αραβία). Η μονοδιάστατη αυτή πολιτική οδήγησε στην απόρριψη της πρότασης του Πεκίνου για την διοργάνωση στην Αθήνα της επόμενης σύσκεψης του σχήματος οικονομικής συνεργασίας 16+1, παρά τα προφανή οφέλη που μπορεί να αντλήσει η χώρα μας ως πύλη εισόδου των κινεζικών προϊόντων Έτσι η ΝΔ ανατρέπει σταθερά δόγματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής περί μη στρατιωτικής ανάμειξης της χώρας σε στρατιωτικές περιπέτειες στο εξωτερικό και εγκαταλείπει το ρόλο της γέφυρας μεταξύ της του πολιτικού σπιτιού μας, της ΕΕ, και των άλλων μεγάλων της διεθνούς σκηνής, της Ρωσίας και της Κίνας.
Στα ελληνοτουρκικά η κυβέρνηση υιοθετεί μια διπλή λογική, αναβλητικότητας στην προώθηση ουσιαστικού διαλόγου και προσπάθεια ανάσχεσης της Τουρκίας μέσω αξόνων, προβάλλοντας παραπλανητικά το επικοινωνιακό δίπολο "θωράκιση της Ελλάδας/απομόνωση της Τουρκίας", παρά την επαναπροσέγγιση της τελευταίας με ΗΑΕ και Ισραήλ. Αποφεύγει, παράλληλα, να αναγνωρίσει ότι οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία δεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο ούτε κατ' ελάχιστο. Εμπλέκει, παράλληλα, τη χώρα σε μία κούρσα εξοπλισμών που αγγίζει το 3,5% του ΑΕΠ, πέρα από τη λογική της "επαρκούς άμυνας", που πρέπει να εξασφαλίζει την αποτρεπτική ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων βάσει των προτάσεων των επιτελείων, με θεσμικό προγραμματισμό και εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας.
Η πατρίδα μας θα έπρεπε να επιδιώκει - πάντα με κόκκινες γραμμές και χωρίς αφέλεια- την ενεργή προσπάθεια ύφεσης με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τελικό σκοπό τη διπλωματική επίλυσης της διαφοράς. Βέβαια η Τουρκία δεν θα έρθει από μόνη της στο τραπέζι του διαλόγου, πρέπει να πιεστεί γι’ αυτό. Ενδεικτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε έγκαιρα προτείνει στην Κυβέρνηση να συνδέσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Ιουνίου την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας με την δέσμευση της τελευταίας για προσφυγή στη Χάγη για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Και εδώ όμως κυριάρχησε η λογική του στρουθοκαμηλισμού και της αναβλητικότητας.
Από το Γραφείο Τύπου Γ. Κατρούγκαλου
0 Σχόλια